- αὐτοτελειότης
- αὐτο-τελειότης, ητος, ἡ,A perfection, Iamb.Myst.1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοτελειότητα — αὐτοτελειότης perfection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)